- φθιμένων
- φθίωks̥i-aor part mid fem gen plφθίωks̥i-aor part mid masc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ορθοδαής — ὀρθοδαής, ές (Α) αυτός που γνωρίζει σωστά πώς να πράξει κάτι («οὐδὲ τὸν ὀρθοδαῆ τῶν φθιμένων ἀνάγειν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + δαής (< θ. δαη , πρβλ. ἐ δάην, αόρ. β τού *δάω «μαθαίνω»), πρβλ. α δαής (βλ. και το ομόρριζο διδάσκω)] … Dictionary of Greek